- συναλληλία
- η(λογ.), σχέση δύο εννοιών που υπάγονται σε μια πλατύτερη έννοια, αλλά κανένα αντικείμενο της μιας δεν περιλαμβάνεται στο πλάτος της άλλης: Ανάμεσα στις έννοιες «ερμάρι» και «τραπέζι» υπάρχει σχέση συναλληλίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.