συναλληλία

συναλληλία
η
(λογ.), σχέση δύο εννοιών που υπάγονται σε μια πλατύτερη έννοια, αλλά κανένα αντικείμενο της μιας δεν περιλαμβάνεται στο πλάτος της άλλης: Ανάμεσα στις έννοιες «ερμάρι» και «τραπέζι» υπάρχει σχέση συναλληλίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναλληλία — η, Ν (λογ.) η ιδιότητα τών εννοιών που είναι συνάλληλες, η αμοιβαία σχέση τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ανώτερη έννοια, την υπερκειμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • ЗИСИС — [греч. Ζήσης] Феодор (род. 20.01.1941), протопр., проф. богословского фак та Фессалоникского ун та им. Аристотеля, писатель и публицист. Род. в сел. Панайия на о ве Тасос, где служил священником его отец. В 1945 г., после окончания второй мировой …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”